λαχταρίζω

λαχταρίζω
λαχταρίζω, λαχτάρισα, λαχταρισμένος βλ. πίν. 33
——————
Σημειώσεις:
λαχταρίζωλαχταράω : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες των δύο ρ. Το λαχταρίζω σημαίνει σκιρτάω, σπαρταράω / τρομάζω, τρομοκρατούμαι, ενώ το λαχταράω επιθυμώ έντονα.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαχταρίζω — (Μ λαχταρίζω και λακταρίζω) 1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα 2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω 3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα 4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα… …   Dictionary of Greek

  • λαχταράω — / λαχταρώ, λαχτάρησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: λαχταρίζω – λαχταράω : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες των δύο ρ. Το λαχταρίζω σημαίνει → σκιρτάω, σπαρταράω / τρομάζω, τρομοκρατούμαι, ενώ το λαχταράω → επιθυμώ έντονα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • άχνα — (I) η 1. αχνός, ατμός 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή 3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)]. (II) ἄχνα, η… …   Dictionary of Greek

  • κρυφολαχταρίζω — και κρυφολαχταρώ έχω κρυφή λαχτάρα, φοβάμαι ενδόμυχα μήπως συμβεί κάτι ανεπιθύμητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + λαχταρίζω / λαχταρώ] …   Dictionary of Greek

  • λαχτάρα — η (Μ λακτάρα) νεοελλ. 1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω») 2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της») 3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα,… …   Dictionary of Greek

  • λαχταριστός — ή, ό [λαχταρίζω] 1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός 2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικός («κάτι μήλα λαχταριστά») 3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης. επίρρ... λαχταριστά με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα …   Dictionary of Greek

  • λαχταρώ — (Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, άω) επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό») νεοελλ. 1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ 2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο 3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία,… …   Dictionary of Greek

  • πεταρίζω — 1. φτερουγίζω, πετώ χωρίς απόλυτη σταθερότητα 2. (για βρέφη) αρχίζω να βαδίζω 3. φρ. «πεταρίζει η καρδιά μου» σκιρτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετώ, κατά το λαχταρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τρακαρίζομαι — Ν παθαίνω τρακ, τά χάνω («τρακαρίστηκε όταν τήν κάλεσαν μπροστά στην εξεταστική επιτροπή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρακ, κατά τα ρ. σε αρίζω (πρβλ. λαχταρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • λαχταρώ — και λαχταρίζω λαχτάρισα, λαχταρισμένος, επιθυμώ έντονα κάποιον ή κάτι, ποθώ, ορέγομαι: Λαχταρώ να έρθει το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”